- περικεντώ
- -έω, ΜΑκεντώ, τρυπώ κάτι από όλες τις πλευρέςαρχ.επιδιορθώνω, μπαλώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
περικέντηση — η, Ν [περικεντώ] ιατρ. είδος χειρουργικής επέμβασης με ακίδα που γινόταν παλαιότερα στον κρυσταλλοειδή φακό τού οφθαλμού … Dictionary of Greek